- ἀστραγαλόμαντις
- ἀστρᾰγᾰλόμαντις, εως, ὁ,A divining from ἀστράγαλοι, Artem.2.69.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αστραγαλόμαντις — ἀστραγαλόμαντις, η (Α) αυτή που προβλέπει το μέλλον χρησιμοποιώντας αστραγάλους, κότσια … Dictionary of Greek
ἀστραγαλομάντεις — ἀστραγαλόμαντις divining from fem nom/voc pl (attic epic) ἀστραγαλόμαντις divining from fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
μάντης — ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. ιος, Μ θηλ. και μάντισσα) 1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῑς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.) 2.… … Dictionary of Greek